- προνήχομαι
- πρό-νήχωswimpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνήχομαι — Α κολυμπώ μπροστά από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νήχω, ομαι «κολυμπώ, πλέω»] … Dictionary of Greek
προνέω — (I) Α συσσωρεύω, στοιβάζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νέω «συσσωρεύω»]. (II) Α προνήχομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νέω «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek